ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

a török uralom ideje alatt