ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καρό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καρό

kockás

καρότο

sárgarépa◼◼◼

gyökér

Καρότο

Sárgarépa◼◼◼

καρότο (karoto)

sárgarépa◼◼◼

μακαρόνι (το)

makaróni, tészta

μακαρόνια

spagetti◼◼◼

tészta◼◼◼

makaróni

σάλτσα για μακαρόνια

tésztaszósz