ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καθολική σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καθολική

katolikus◼◼◼

καθολική αποξήρανση

kiszárítás

Καθολική Εκκλησία

katolikus egyház◼◼◼