ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
κατεβάζω (-σω), βάζω (-λω) κάτω | |
μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι μια ίντσα κάτω; | |
ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του | |
ο/η/το κάτω | |
πέφτω (πέσω) (κάτω) | |
πήγαινε εκεί κάτω | |
παρακαλώ γράψτε το κάτω | |
περάστε κάτω από τη γέφυρε | |
προς τα κάτω | lefelé◼◼◼ |
Σέλευκος Α' Νικάτωρ | |
στο κάτω μέρος της οθόνης | |
το κάτω χείλος | |
το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει |