ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κάλτσα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κάλτσα

harisnya

κάλτσα (káltsa)

zokni

κάλτσα (η)

(főleg többes számban) zokni

τρύπια κάλτσα

lyukas zokni