ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θόρυβος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θόρυβος

hűhó

lárma

zörej

θόρυβος (ο)

zaj◼◼◼

θόρυβος (προερχόμενος) από ζώα

állati zaj

θόρυβος έργων (κατασκευών)

építési zaj

θόρυβος αεροσκάφους(ών)

repülőgép zaja

θόρυβος από εμπορικές δραστηριότητες

kereskedelmi zaj

θόρυβος βάθους

háttérzaj◼◼◼

θόρυβος βιομηχανίας/βιομηχανικός θόρυβος

ipari zaj

θόρυβος γειτονιάς

szomszédos zaj

θόρυβος κατοικίας

háztartási zaj

θόρυβος κυκλοφορίας

közlekedési zaj

θόρυβος περιβάλλοντος/περιβαλλοντικός θόρυβος

környezeti zaj

αεροδυναμικός θόρυβος

aerodinamikai zaj

αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος

levegőben terjedő zaj

αθόρυβος

csendes

hangtalan

zajtalan

διαλείπων θόρυβος

megszakításos zaj

κυλιόμενος (μεταπτωτικός) θόρυβος

gördülési zaj

οξύς (διαπεραστικός) θόρυβος

lökésszerű/impulzus zaj