ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θρήσκευμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θρήσκευμα

felekezet

θρησκεία/θρήσκευμα/θρησκευτικά

vallás