ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ηλικιωμένος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ηλικιωμένος

idős◼◼◼

régi

vén

öreg

ηλικιωμένος (-η-ο)

idős◼◼◼

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

idős személy