ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ηλικία/περίοδος (γεωλογική)/εποχή (αρχαιολογική) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ηλικία/περίοδος (γεωλογική)/εποχή (αρχαιολογική)

kor