ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

η πράξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
η πράξη

cselekedet

(feladat) η άσκηση, (jártasság) η πείρα, (az elmélet ellentéte, praxis) η πρακτική, η πράξη

gyakorlat

παράνομη (άδικη) πράξη

jogellenes lépés