ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

η αμοιβή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
η αμοιβή

honorárium

(vmilyen eredményért kapott) το βραβείο, το έπαθλο, (díjazás) η (αντ)αμοιβή, (befizetendő) το τέλος

díj