ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ζύμωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ζύμωση

erjedés◼◼◼

fermentáció◼◼◼

βιοαέριο/αέριο από τη ζύμωση αποβλήτων

biogáz

υπολειμματικό υγρό αλκοολικής ζύμωσης

cefre