ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ζηλεύω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ζηλεύω

(+ tárgyeset) irigykedik,

irigyel

irigység

ζηλεύω τον άντρα μου

féltékeny vagyok a férjemre