ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εύρεση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εύρεση

felfedezés◼◼◼

ανεύρεση

felfedezés◼◼◼

γεώτρηση για την εξεύρεση πετρελαίου

olajfúrás

εφεύρεση

találmány◼◼◼

feltalálás◼◻◻

Εφεύρεση

Találmány◼◼◼