ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εφεύρεση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εφεύρεση

találmány◼◼◼

feltalálás◼◻◻

Εφεύρεση

Találmány◼◼◼