ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ετυμολογία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ετυμολογία

etimológia

szófejtés

ετυμολογία (etymología)

szófejtés

παρετυμολογία

népetimológia