ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εταιρεία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εταιρεία

vállalat◼◼◼

társaság◼◼◼

vállalkozás◼◼◻

üzlet◼◻◻

egyesület◼◻◻

konszern◼◻◻

társadalom◼◻◻

társulat

század

εταιρεία (η)

cég◼◼◼

εταιρεία διανομής αερίου

gázművek

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης

korlátolt felelősségű társaság◼◼◼

ανώνυμη εταιρεία

részvénytársaság◼◼◼

vállalat◼◼◻

cég◼◻◻

nyilvánosan működő részvénytársaság◼◻◻

από ποια εταιρεία τηλεφωνείτε;

honnan hív?

βιομηχανική εταιρεία/βιομηχανικός σύνδεσμος

ipari társulás

εταιρική δομή/δομή της εταιρείας

vállalati szerkezet

ευρωπαϊκή εταιρεία

európai részvénytársaság◼◼◼

η ασφαλιστική εταιρεία, η ασφάλεια

biztosító társaság

μητρική εταιρεία

anyavállalat◼◼◼

πολιτική της εταιρείας/ασφαλιστήριο

vállalati politika

προσλήφθηκα στην εταιρεία

felvettek a céghez

σύσταση εταιρείας

beolvasztás

beolvasztás/bevonás

bevonás

χρεοκόπησε η εταιρεία

csődbe ment a cég