ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ερμηνεύω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ερμηνεύω

tolmácsol

(dalt) ερμηνεύω (-σω)

előad

διερμηνεύω

tolmácsol

παρερμηνεύω (-σω)

félremagyaráz