ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ερευνώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ερευνώ

keres

kutat

kutatás

ανερευνώ

kutat

εξερευνώ

kutat

ερευνητικό κέντρο/κέντρο έρευνας (ερευνών)

kutatási központ

κέντρο πυρηνικών ερευνών

nukleáris kutatóközpont◼◼◼

ψάχνω (-ξω), (tudományosan) ερευνώ (-ήσω)

kutat