ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εργάζομαι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εργάζομαι

munka

működik

(pl. adatoké) επεξεργάζομαι (-στώ)

feldolgoz

δουλεύω (-ψω), εργάζομαι (-στώ)

dolgozik

επεξεργάζομαι

feldolgoz

folyamat

περιεργάζομαι

átnéz

συνεργάζομαι

együttműködik

együttműködni