ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επιπόλαιος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επιπόλαιος

frivol

επιπόλαιος (-η-ο)

felszínes

επιπόλαιος-η/α-ο

felületes