ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επηρεάζω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επηρεάζω (-σω)

befolyásol

I. ige (befolyásol) επηρεάζω (-σω)(+ tárgyeset vmire) II. számnév έξι

hat