ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εξερεύνηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εξερεύνηση

felfedezés◼◼◼

έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση

feltárás