ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
εξαφάνιση | eltűnés◼◼◼ kihalás◼◻◻ |
εξαφάνιση [οικολογικός όρος] | |
ζωικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση] | |
ζωικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση) | |
κατηγορία απειλούμενου με εξαφάνιση είδους | |
φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση] | |
φυτικό είδος (που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση) |