ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εντατική σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εντατική

intenzív◼◼◼

εντατική διασταύρωση (ζώων)/εντατική ζωοτεχνία

intenzív állattartás

εντατική καλλιέργεια

belterjes gazdálkodás