ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ενενηκοστή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ενενηκοστή

kilencvenedik◼◼◼

ενενηκοστός / ενενηκοστή / ενενηκοστό

kilencvenedik