ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εμώ, κάνω εμετό, ξερνώ (colloquial) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εμώ, κάνω εμετό, ξερνώ (colloquial)

hány