ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ελάττωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ελάττωση

csökkenés◼◼◼

csökkentés◼◼◻

csökkent◼◼◻

csökken◼◻◻

ελάττωση της πετρελαϊκής ρύπανσης

olajszennyezés elhárítása

ελάττωση του θορύβου

zajelhárítás

ελάττωση των ρύπων

szennyezőanyag csökkentés