ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εκσκαφή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εκσκαφή

feltárás

feltárás (folyamat)

ásatás

πλευρά εκσκαφής (ανασκαφής)

feltárás oldala

σωρός εκσκαφής (ανασκαφής)

feltárási halom

χώρος εκσκαφής (ανασκαφής)

feltárási terület