ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εκρηκτικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εκρηκτικό

robbanóanyag◼◼◼

robbanásszerű◼◻◻

robbanékony◼◻◻

robbanó◼◻◻

robbanószer

εκρηκτικό αέριο

sújtólég◼◼◼

εκρηκτική ύλη/εκρηκτικό

robbanóanyag