ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εκατοστό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εκατοστό

centiméter◼◼◼

századrész◼◼◼

εκατοστόμετρο

centiméter◼◼◼

εκατοστός

századik

εκατοστός / εκατοστή / εκατοστό

századik

ένα εκατοστό

1/100 ("egyszázad")◼◼◼

κυβικό εκατοστό

köbcentiméter◼◼◼

τετραγωνικό εκατοστό

négyzetcentiméter◼◼◼