ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εισφέρω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εισφέρω

hozzájárul

συνεισφέρω

ad

hozzájárul

όλα αυτά συνέβαλαν στην επιτυχία του, (anyagilag) συνεισφέρω (+tárgyeset vmivel)

mindez hozzájárult a sikeréhez