ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ειδικότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ειδικότητα

szak◼◼◼

nagy◼◼◻

nagyobb◼◻◻

szakterület◼◻◻

szakma◼◻◻

jelentős◼◻◻

specialitás◼◻◻

különlegesség