ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εγκυμοσύνη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εγκυμοσύνη

terhesség◼◼◼

teher◼◻◻

terhes◼◻◻

εγκυμοσύνη (egkymosýni)

terhesség◼◼◼

άδεια εγκυμοσύνης

anyasági szabadság

είναι σε άδεια εγκυμοσύνης

szülési szabadságon van

τεστ εγκυμοσύνης

terhességi teszt◼◼◼