ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Δόντι | fog◼◼◼ |
δόντι | fog (fogak)◼◼◼ |
δόντι (dónti) | fog◼◼◼ |
δόντι (το) | fog◼◼◼ |
I. ige (tart) κρατώ (-άω, -ήσω), (megfog) πιάνω (-σω), nem fog a toll δεν γράφει το στυλό (segédig a jövő idő kifejezésére) θα mit fogsz csinálni? τι θα κάνεις; II. főnév το δόντι | |
έχω σπάσει ένα δόντι | |
αυτό το δόντι έχει αρχίσει να αποσυντίθεται | |
θα χρειαστεί να αφαιρέσω αυτό το δόντι | |
του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια |