ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δυσάρεστος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δυσάρεστος

kellemetlen

δυσάρεστος (-η-ο)

kellemetlen

δυσάρεστος / δυσάρεστη / δυσάρεστο

kellemetlen