ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δυνατά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δυνατά

hangosan◼◼◼

έκανα τα αδύνατα δυνατά

minden lehetőt megtettem

διαβάζει δυνατά/μεγαλόφωνα/φωναχτά

hangosan olvas

είναι πολύ δυνατά

túl hangos