ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δυναμικό (ικανότητα) ανακύκλησης σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δυναμικό (ικανότητα) ανακύκλησης

újrahasznosítási potenciál