ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δροσιά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δροσιά

harmat

δροσιά (drosiá)

harmat

hűvösség

üdeség

έχει/κάνει δροσιά/ψύχρα

hűvös van