ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δοκιμάζω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δοκιμάζω (-σω)

felpróbál

kipróbál

καταδικάζω (-σω), (vmit) αποδοκιμάζω (-σω), κατακρίνω

elítél

Το ιστορικό σας