ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διερμηνέας σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διερμηνέας

tolmács◼◼◼

interpreter

διερμηνέας (dierminéas)

tolmács◼◼◼

διερμηνέας (ο/η)

tolmács◼◼◼

Διερμηνέας (υπολογιστές)

Értelmező