ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διασφάλιση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διασφάλιση

megőrzés◼◼◼

εγγύηση (διασφάλιση) ποιότητας

minőségbiztosítás◼◼◼