ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαστημόπλοιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαστημόπλοιο

űrhajó

διαστημόπλοιο (diastimóploio)

űreszköz