ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαρρηγνύω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαρρηγνύω

rabol

(ablakot) σπάζω (-σω), (betörő) διαρρηγνύω (διαρρήξω) (+tárgyeset vhova)

betör