ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo)

lakik