ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διάλεξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διάλεξη

beszélget

διάλεξη (η, tsz. -εις)

előadás

δε θα φανώ για κάποιο χρονικό διάστημα, az előadás ideje alatt κατά τη διάρκεια της διάλεξης

egy ideig nem fogok mutatkozni