ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δημοσκόπηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δημοσκόπηση

közvélemény-kutatás

σφυγμομέτρηση (της κοινής γνώμης)/δημοσκόπηση

véleményfelmérés