ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο (πλοίο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο (πλοίο)

tartályhajó