ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δεξαμενόπλοιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δεξαμενόπλοιο

tartályhajó◼◼◼

olajtartályhajó

δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο (πλοίο)

tartályhajó