ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα

nincs lehetőségem nemet mondani